κλεψιποτώ

κλεψιποτώ
κλεψιποτῶ, -έω (Α)
εξαπατώ κάποιον στο ποτό, προσποιούμαι ότι πίνω, ενώ πίνω λιγότερο από τον συμπότη μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλεψι- + -ποτῶ (< -ποτος < πότος < πίνω), πρβλ. οινο-ποτώ, υδροποτώ. Σύνθ. τού τύπου τερψί-μβροτος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κλεψιποτῶ — κλεψιποτέω drink unfairly pres subj act 1st sg (attic epic doric) κλεψιποτέω drink unfairly pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλέβω — και κλέφτω και κλέπτω (AM κλέπτω, Μ και κλέπτω και κλέβ[γ]ω και κλέφτω) 1. παίρνω κάτι που δεν μού ανήκει, αφαιρώ από κάποιον κάτι κρυφά ή με απάτη, σφετερίζομαι, καταχρώμαι, ιδιοποιούμαι, υπεξαιρώ (α. «τής έκλεψαν τα λεφτά από την τσάντα» β.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”